χαρούπι

χαρούπι
το, Ν
ο καρπός τής χαρουπιάς, ξυλοκέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harup].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαρούπι — το (λ. αραβ.), ο καρπός της χαρουπιάς, το ξυλοκέρατο: Του αρέσει να τρώει χαρούπια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • αγριοκεράτι — το ο καρπός τής αγριοκερατιάς*, ξυλοκέρατο, χαρούπι …   Dictionary of Greek

  • καρούπι — το βλ. χαρούπι …   Dictionary of Greek

  • κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κουντουρίδι — και κουντουρούδι, το [κούντουρος] ο καρπός τής κουντουριδιάς, το χαρούπι …   Dictionary of Greek

  • κούτσουπο — το ο καρπός τής κουτσουπιάς, χαρούπι, ξυλοκέρατο …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκέρατο — το (ΑΜ ξυλοκέρατον) νεοελλ. ο καρπός τής ξυλοκερατιάς, το χαρούπι μσν. αρχ. η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον] …   Dictionary of Greek

  • σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα …   Dictionary of Greek

  • χαρουπόμελο — το, Ν γλυκός πολτός από χυμό χαρουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρούπι + μέλι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”